- οβελοδόχη
- ηεγκοπή στα παλαιότερων εποχών τυφέκια όπου προσαρμόζεται ο οβελός, δηλ. η ράβδος εσωτερικού καθαρισμού ή γόμωσης τού όπλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε προς απόδοση τού γαλλ. porte - baguette < ὀβελός + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχη, ουρο-δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.